- Συρακόσιος
- Σῠρᾱκόσιος1 Syracusan
Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα O. 1.23
τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.18
pl. pro subs.,Συρακοσίων ἀρχῷ P. 1.73
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα O. 1.23
τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.18
pl. pro subs.,Συρακοσίων ἀρχῷ P. 1.73
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Συρακόσιος — α, ο / Συρακόσιος, ία, ον, ΝΜΑ βλ. Συρακουσιος … Dictionary of Greek
Συρακόσιος — Συρᾱκόσιος , Συρακόσιος a Syracusan masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίων — Συρακόσιος a Syracusan fem gen pl (ionic) Συρακόσιος a Syracusan masc/neut gen pl (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan fem gen pl Συρηκόσιος a Syracusan masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκόσιον — Συρακόσιος a Syracusan masc acc sg (ionic) Συρακόσιος a Syracusan neut nom/voc/acc sg (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc acc sg Συρηκόσιος a Syracusan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίης — Συρακόσιος a Syracusan fem gen sg (epic ionic) Συρηκόσιος a Syracusan fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίοις — Συρακόσιος a Syracusan masc/neut dat pl (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίοισι — Συρακόσιος a Syracusan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Συρηκόσιος a Syracusan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίους — Συρακόσιος a Syracusan masc acc pl (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκόσιοι — Συρακόσιος a Syracusan masc nom/voc pl (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκόσιος — Συρακόσιος a Syracusan masc nom sg (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρακούσιος — και Συρακόσιος, α, ο / Συρακόσιος και Συρακούσιος, ία, ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. Συρακοσεύς, έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, ία, ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α [Συράκουσαι / Συράκοσαι] 1. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek